- πολυμετάβλητος
- πολυ-μετάβλητος, ον,A often transforming oneself, Eust.1502.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμετάβλητος — often transforming oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμετάβλητος — ον, Μ (για τον Πρωτέα) αυτός που υφίσταται πολλές μεταβολές, που μεταβάλλεται σε πολλά διαφορετικά όντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. ευ μετάβλητος] … Dictionary of Greek
πολυμετάβλητοι — πολυμετάβλητος often transforming oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)